Την Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024 στο πανδοχείου του δράκου “Thirsty Dragon” στο Παλιούρι Χαλκιδικής, είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε σαν αληθινοί Βίκινγκς. Η ομάδα Photohook έδωσε το παρόν και σαν αληθινοί βάρβαροι του βορά βάψαμε τον κόσμο και καλύψαμε φωτογραφικά το event. Η μέρα περιλάμβανε επίδειξη μάχης από τον Λάμπρο Πολύμερο και τη συμμετοχή του Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, ενώ ο ρουνομάγος Χρήστος Κεσκίνης μας είπε το μέλλον και μας ταξίδεψε με τη αφήγηση μιας εκπληκτικής ιστορίας που ετοίμασε. Όλα αυτά συνοδευμένα με επική μουσική και πάρα πολύ μπύρα!
Το παρακάτω κείμενο ειναι έμπνευση ενός απο τους ήρωες της ιστορίας που θα ταξιδέψετε !
Το Κάλεσμα των Πολεμικών Ψυχών …
Τώρα που φάγατε, οι μπύρες χαλάρωσαν τους μύες των πολεμιστών και καθώς οι μουσικοί αναλαμβάνουν την ψυχαγωγία σας, επιτρέψτε μου να σας πω μια ιστορία… Είναι μία ιστορία με Θεούς, Δαίμονες και ανθρώπους…
Πολλοί εδώ μέσα γελάτε ειρωνικά απέναντι στην παρουσία των Θεών. Κάποιοι, αν και έχουν δει τη δύναμή τους, ακόμη δεν πιστεύουν στην ύπαρξή τους. Μα οι Θεοί περπατούν ανάμεσά μας. Επηρεάζουν τις αποφάσεις μας. Οδηγούν το χέρι που κρατάει το σπαθί μας. Ο Όντιν, ο Θωρ, ακόμη και ο κατεργάρης Λόκι. Το ξέρω, γιατί τους είδα… Ή έστω έναν από αυτούς. Πάντοτε είχα το χάρισμα των Ρούνων, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την πρώτη φορά που είδα τον Θεό Προστάτη μου, πριν πολλούς, πάρα πολλούς χειμώνες. Ίσως αυτό μου έδωσε το χάρισμα που έχω. Ίσως το χάρισμα να υπήρχε και να μου επέτρεψε να Τον δω. Μόνο οι σοφοί ξέρουν…
Ήμουν νεαρός ακόμη, όταν στις πρώτες μου εξορμήσεις στα χιονισμένα δάση, προσπαθούσα να αποδείξω τον ανδρισμό μου και να φέρω πίσω στο σπιτικό μας κάποιο μεγαλόσωμο θήραμα. Έναν αγριόκαπρο ή έστω κάποιον τάρανδο που είχε ξεμοναχιαστεί αναζητώντας τροφή. Στη φυλή μου υπήρχαν πολύ καλύτεροι πολεμιστές, αλλά κανένας δεν με έφτανε στην ιχνηλασία. Γεμάτος αυτοπεποίθηση από κάποιες μικρές επιτυχίες μου, αποφάσισα να βγω για κυνήγι, παρά τον χιονιά. Τύλιξα γύρω μου τη γούνα αρκούδας, δώρο του πατέρα μου πριν φύγει για την τελευταία του μάχη στην Αγγλία, και ξεκίνησα να αναζητώ ίχνη.
Είχε σχεδόν νυχτώσει, άλλωστε βρισκόμασταν στην καρδιά του χειμώνα πλέον, και ακόμη δεν είχα βρει ούτε καν ίχνη λαγού! Τα όνειρα για αγριόχοιρους είχαν αρχίσει να σβήνουν από το μυαλό μου. Το στομάχι μου γουργούριζε καθώς είχα να βάλω κάτι στο στόμα μου δύο μερόνυχτα. Το ίδιο και η μητέρα με τις αδερφές μου. Δε μπορούσα να τις απογοητεύσω ξανά… Θα γύριζα πίσω μόνο σαν θριαμβευτής ή δε θα γύριζα καθόλου και θα άφηνα τους υπόλοιπους της φυλής να τις προστατεύσουν.
Άκουσα κάτι να κινείται σε μικρή απόσταση. Προσεκτικά προχώρησα προς την πηγή του ήχου, σφίγγοντας το τόξο μου, ετοιμάζοντας το βέλος στη χορδή του και κρατώντας το τεντωμένο και σε επιφυλακή για να ρίξω. Αν με έβλεπε ο πατέρας μου, σίγουρα θα με τιμωρούσε και καθώς το σκέφτηκα χαλάρωσα τη λαβή μου παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Δε μπορούσα να δω αν υπήρχαν ίχνη ζώου, μα σίγουρα υπήρχε κάτι μεγάλο πίσω από τη συστάδα των δέντρων. Ήχοι από κλαδιά που σπάνε με προειδοποίησαν και κύλησα στο πλάι, λίγο πριν με ποδοπατήσει μία ομάδα από αγριογούρουνα που έφευγαν πανικόβλητα από το σημείο που προσπαθούσα να φτάσω λίγο πριν. Το βέλος μου πέταξε στα τυφλά και θα ορκιζόμουν ότι βρήκε τον στόχο του, μα εκείνη τη στιγμή είδα τα δέντρα να λυγίζουν και ένα τεράστιο ερπετό να ξεπροβάλει.
Άφησα το τόξο να πέσει στα χιόνια και άρπαξα το τσεκούρι μου, ξέροντας ήδη πως δεν θα μπορούσε να κάνει ζημιά στο φολιδωτό δέρμα του αντιπάλου μου. Ήταν ένας απόγονος του Νιντχογκ, του δράκου κάτω από το Ιγκραζίλ. Και τα λέπια του ήταν αδιαπέραστα για όπλα θνητών. Μα μέσα μου έκαιγε η φλόγα του λαού μου. Θα νικούσα ή θα πέθαινα.
Αν και δεν ήταν από τους δράκους των μύθων που πετούσαν φωτιά και έσπερναν τον θάνατο, μπορούσε να σκοτώσει το ίδιο εύκολα. Τα φτερά του ήταν μαζεμένα στην πλάτη του, μα αν τα άπλωνε, θα έφταναν σε μήκος τρία πολεμικά πλοία. Δεν ήταν από τους μεγαλύτερους που υπήρχαν, αλλά ήταν σίγουρα ο μεγαλύτερος που έχω δει εγώ ή που θα δείτε ποτέ σας όλοι εσείς. Απέφυγα την καυτή ανάσα του ερπετού, που μου έδειξε τα σουβλερά δόντια του, και όρμησα κρατώντας σταθερά το τσεκούρι μου. Το χτύπημά μου ήταν δυνατό. Τόσο δυνατό που το χέρι μου δονήθηκε και τα δάχτυλά μου κόντεψαν να αφήσουν το όπλο. Μα άντεξα. Όπως άντεξαν και τα λέπια του δράκου. Προσπάθησα να επιτεθώ ξανά, μα ξέχασα την ουρά του. Τελευταία στιγμή πρόλαβα να αποφύγω την επίθεσή, χάνοντας όμως την ισορροπία μου. Το τσεκούρι έφυγε από το χέρι μου και εγώ βρέθηκα στο έδαφος. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως θα πέθαινα χωρίς όπλο στα χέρια μου. Ούρλιαξα το όνομα του Όντιν, θέλοντας να πάρω κουράγιο και δύναμη. Σηκώθηκα και έψαξα να βρω το τσεκούρι μου. Είχε πεταχτεί αρκετά μακριά μου. Δεν ήξερα αν θα προλάβω να το πιάσω προτού με χτυπήσει το ερπετό. Μόλις τα δάχτυλά μου έκλεισαν γύρω από τη λαβή του, πόνος διέλευσε τον μηρό μου από τα νύχια του. Το αίμα μου έβαψε πορφυρό το χιόνι. Ουρλιάζοντας κατέβασα το τσεκούρι μου στο κεφάλι του τέρατος, μα ήταν σα να χτυπούσα μέταλλο. Το όπλο μου δεν έσπασε, αλλά το ένιωσα να ραγίζει. Δε θα άντεχε πολλά χτυπήματα ακόμη. Δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ. Αν έσπαγε θα συνέχιζα τη μάχη με τα χέρια μου.
Προσπάθησα να απομακρυνθώ για να κερδίσω μερικές ανάσες, όταν το ερπετό με ένα καταιγισμό χτυπημάτων με την ουρά του με στρίμωξε ανάμεσα σ’ έναν βράχο και έναν μεγάλο κορμό. Δε μπορούσε να μου επιτεθεί, αλλά με είχε παγιδεύσει για τα καλά. Κάθε φορά που έκανα κίνηση να ξεφύγω, το τέρας, επιδεικνύοντας ευφυΐα μεγαλύτερη από αυτή που περίμενα από ένα ζώο, με οδηγούσε πάλι πίσω. Σύντομα θα έκανε την επίθεσή του και τότε μάλλον θα ήμουν καταδικασμένος. Έπαιζε μαζί μου ρίχνοντας την ανάσα του στο πρόσωπό μου. Δεν ήταν θανατηφόρα, αλλά κόντεψε να με κάνει να λιποθυμήσω καθώς έζεχνε ζόφο και θάνατο. Τα νύχια του χάραζαν τα πόδια μου και ήδη μάτωνα από πολλές πληγές.
Ήταν τότε, τη στιγμή της απελπισίας μου, που είδα αυτόν που μετά γνώρισα σαν Νίντχουκ. Πολεμούσε με δύο τσεκούρια, ένα σε κάθε χέρι. Ούρλιαξε και όρμησε πάνω στο ερπετό, δίνοντάς μου την ευκαιρία να δραπετεύσω από την θανάσιμη παγίδα μου. Το χτυπούσε με ταχύτητα που δεν πίστευα πως θα είχε κάποιος. Κάθε επίθεσή του έβρισκε στόχο και το ερπετό έδειχνε να πονάει. Δεν ξέρω αν ήταν κάποια οφθαλμαπάτη από την εξάντληση ή αν όσα είδα ήταν αλήθεια. Πολλές φορές το έχω σκεφτεί από τότε. Αυτό που ξέρω είναι πως όσα πω είναι ακριβώς όπως τα έζησα.
Τα τσεκούρια του Νίντχουκ έλαμπαν με ένα πορφυρό χρώμα κάθε φορά που χτυπούσαν το σώμα του δράκου, ανοίγοντάς του πληγές. Το κτήνος προσπαθούσε να αντεπιτεθεί, αλλά η ταχύτητα των χτυπημάτων ήταν υπεράνθρωπη και το ανάγκαζε να οπισθοχωρήσει. Λίγο μετά, το ερπετό, αιμορραγώντας από αμέτρητα σημεία, άπλωσε τα φτερά του προσπαθώντας να ξεφύγει πετώντας. Μα ο Νίντχουκ κάρφωσε με το δεξί τσεκούρι του το αριστερό φτερό σε ένα κορμό και συνέχισε να επιτίθεται. Η μονομαχία είχε ξεκάθαρα γύρει υπέρ του ανθρώπου. Αλλιώς, το ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό, δε θα έμενα άπραγος. Όμως οι Θεοί είχαν άλλη γνώμη. Δε ξέρω ποια ζαριά ορίζει τη μοίρα μας, κι αν η ίδια ορίζει και αυτή των τεράτων, αλλά καθώς ο Νίντχουκ σήκωνε το τσεκούρι του στον αέρα για να αποτελειώσει το ερπετό, εκείνο έσκισε το φτερό του απεγκλωβίζοντάς το και όρμησε πάνω στο χέρι που του επιτίθονταν. Το τσεκούρι βυθίστηκε στο στόμα του, μαζί με τον βραχίονά του Νίντχουκ. Το στόμα έκλεισε και αίμα πετάχτηκε από το κομμένο χέρι του πολεμιστή. Ο δράκος άπλωσε τα φτερά του και κατάφερε να πετάξει στον παγωμένο ουρανό με σπασμωδικά φτερουγίσματα.
Έτρεξα στον σωτήρα μου και περιποιήθηκα το τραύμα του με φωτιά, που άναψα αμέσως για να μην πεθάνουμε από την παγωνιά. Η νύχτα είχε ήδη προχωρήσει, αλλά δε φοβήθηκα για λύκους ή άλλα αγρίμια. Τα ζώα από ένστικτό θα απέφευγαν για καιρό αυτό το μέρος, που χύθηκε αίμα δράκου. Θρύλοι λένε πως ποτέ τίποτα δε θα ξαναφύτρωνε εκεί. Έδεσα το χέρι του Νίντχουκ και έψαξα για περισσότερα ξύλα. Καθώς απομακρυνόμουν, είδα ένα μικρό αγριογούρουνο να ψυχορραγεί. Τελικά, το βέλος μου το είχε όντως πετύχει. Το αποτελείωσα και το έφερα κοντά στον πρόχειρο καταυλισμό μας.
«Δεν έπρεπε να επιτεθείς σε έναν απόγονο του Νιντχογκ. Τα όπλα σου δεν μπορούν να το απειλήσουν. Το παρακολουθώ μέρες για να μην πλησιάσει σε κάποιον καταυλισμό» μου είπε μένοντας ξαπλωμένος δίπλα στη φωτιά.
«Ποιος είσαι;» ρώτησα. Μου φαινόταν αδύνατο το ότι είχε καταφέρει να βρει τις αισθήσεις του τόσο σύντομα.
«Δεν είμαι πάρα ένας σκάλδος. Ένας ταξιδευτής που καταγράφει και διηγείται τις περιπέτειες των ηρώων. Τα τσεκούρια μου έδιναν τη δύναμη που είδες. Τώρα πλέον αυτή η μαγεία θα χαθεί μαζί με το τσεκούρι που χάθηκε στην κοιλιά του ερπετού. Αλλά ούτε αυτό θα το σκοτώσει. Πίστευα ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρω, αλλά…»
Έπεσε και πάλι πίσω σχεδόν λιπόθυμος. Σε λίγα λεπτά κοιμόταν. Περιποιήθηκα το τραύμα του και ξάπλωσα δίπλα στη φωτιά. Έφερα τους ρούνους στο στήθος μου και προσευχόμουν στους Θεούς.
Ο καπνός υψωνόταν ανάμεσά μας και περίεργα οράματα φανερώθηκαν μπροστά μου. Είδα έναν πανύψηλο μεγαλοπρεπή πολεμιστή με μακριά γενειάδα και κόκκινα μαλλιά. Το δεξί του χέρι ήταν κομμένο στον καρπό και αυτό με έκανε να καταλάβω ποιος παρουσιαζόταν μπροστά μου. Ο ίδιος ο Τυρ μου έκανε την τιμή να βρεθεί εκεί και να μου μιλήσει…
«Ο ΝΙΝΤΧΟΥΚ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΜΟΥ. ΕΧΑΣΕ ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΜΑ ΜΕ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΟΥ ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΗΝ ΕΥΝΟΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΕΣ ΖΩΕΣ ΚΑΙ ΑΝ ΧΡΕΙΑΣΤΟΥΝ ΘΑ ΕΙΣΑΙ Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ. ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΔΕ ΘΑ ΣΑΣ ΑΓΓΙΖΟΥΝ. ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΕΡΠΕΤΟ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΕΤΕ ΠΙΣΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ. ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΤΑ ΔΥΟ ΤΣΕΚΟΥΡΙΑ ΕΝΩΘΟΥΝ ΞΑΝΑ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΕΤΕ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙΤΕ ΣΤΗ ΒΑΛΧΑΛΛΑ…»
Ξύπνησα τον Νίντχουκ. Μα έδειχνε να γνωρίζει όσα ήθελα να του πω.
«Φανερώθηκε και σε εμένα ο Τυρ. Θα τον υπηρετήσω…» είπε μόνο. Σε άλλους θα έμοιαζε κατάρα. Για εμάς είναι ευλογία. Οι αιώνες περνάνε με εμένα να αναζητώ με τη δύναμη των ρούνων τον δράκο. Και τον Νίντχουκ να προσπαθεί να τον σκοτώσει με κάθε τρόπο. Ή έστω να τον αναγκάσει να μας δώσει το μαγικό τσεκούρι. Όταν δεν πολεμάει, παραμένει ένας σκάλδος. Αποτυπώνει πολεμιστές σε χαρτί και λέει τις ιστορίες τους. Μαζεύει τις ψυχές τους για να πολεμήσουν στην τελική μάχη στο πλευρό του. Προσπαθεί με δύναμη ή με πονηριά να νικήσει τον δράκο. Μια σκέψη του ήταν να τον μεθύσει. Μα ξέρει πως δε θα είναι εύκολο. Άλλωστε, όσο διψασμένος κι αν είναι ο δράκος, θυμάται πόσο τον είχε πληγώσει ο Νίντχουκ. Και όλοι ξέρουν πως οι δράκοι δε μεθάνε εύκολα όταν αισθάνονται κίνδυνο.
Συγγγραφέας κειμένου Χρήστος Κεσκίνης : Chris Keskinis
Ευχαριστώ όλους τους φίλους Vikinkgs γι αυτήν την μοναδική μέρα !
Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω την ομαδα μου που για άλλη μια φορά έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό.
Photographer : Photohook – Αθανάσιος Μαλτάς
Photohrapher : Stratos Giannopoulos
Videographer : Jordan Tsel
Make Up Artist : Alexandra Exarhopoulou
Make Up Artist : Roula Kout